ῥομφεύς

ῥομφεύς
ῥομφεύς, , der Schuhdraht, mit dem die ledernen Schuhe genäht werden

Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ρομφεύς — ο / ῥομφεύς, έως ΝΑ νεοελλ. σύρμα περιτυλιγμένο στη λαβή σπαθιού ή ξίφους αρχ. κλωστή καλυμμένη με κερί που τήν χρησιμοποιούσαν για ραφή τών υποδημάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. παράγεται πιθ. από αμάρτυρο ουσ. *ῥομφή «κυρτότητα, αγκίστρι» με επίθημα εύς,… …   Dictionary of Greek

  • ρομφαία — η / ῥομφαία, ΝΜΑ 1. σπαθί, ξίφος (α. «απάνου εις την ρομφαία βάνει το χέρι», Σολωμ. β. «καὶ ἔδραμε Δαυΐδ... καὶ ἔλαβε τὴν ῥομφαίαν αὐτοῡ καὶ ἐθανάτωσεν αὐτόν», ΠΔ) 2. η πύρινη σπάθα τών αρχαγγέλλων (α. «και άγγελος τους οδηγεί... τού λάμπει /… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”